Φυσιολογία φυτών
Για να μεγιστοποιήσουμε την απόδοση, θα πρέπει να γνωρίζουμε πώς να διατηρούμε την ισορροπία μεταξύ της βλαστικής και της παραγωγικής κατάστασης των φυτών. Έτσι, για την μεγαλύτερη δυνατή απόδοση της καλλιέργειας μας θα πρέπει τα φυτά να καταναλώνουν το μεγαλύτερο μέρος της ενέργειάς τους στη παραγωγή. Σε κάθε ακραία κατάσταση, είτε αυτό είναι το κλίμα, ή η μεταβολή της υγρασίας του εδάφους ή/και της περιεκτικότητας σε θρεπτικά συστατικά ή οποιοσδήποτε άλλος παράγοντας, μειώνεται η δυνητική απόδοση, καθώς τα φυτά πρέπει να "ξοδέψουν" ενέργεια για να αντισταθμίσουν τον ή τους αρνητικούς παράγοντες .
Πως θα πετύχουμε όμως την ισορροπία αυτή μεταξύ βλαστικής και παραγωγικής κατάστασης;
Σε περιπτώσεις που το κλίμα του θερμοκηπίου δεν μπορεί να ελεγχθεί με εξοπλισμό ή μόνο εν μέρει μπορεί να ελεγχθεί (π.χ. εγκαταστάσεις χωρίς θέρμανση) η διαχείριση της ισορροπίας των φυτών δεν είναι εύκολη . Πρέπει να καταλάβουμε πως το κλίμα κάνει τα φυτά να κινούνται προς την παραγωγική κατεύθυνση λόγω της υπερβολικής διακύμανσης της θερμοκρασίας της ημέρας και της νύχτας και της διακύμανσης της υγρασίας που παρατηρείτε σε τέτοιου είδους θερμοκήπια.
Γι΄αυτό τον λόγο προτείνεται :
Σωστή διαχείριση της μάζας του φυλλώματος – σε περίπτωση φυτών όπου χρησιμοποιείται αυτή η τεχνική, π.χ. ντομάτα, απαιτείται πιο εντατικό ξεφύλλισμα (αφαίρεση περισσότερων φύλλων ταυτόχρονα).
Πότισμα και έλεγχος της παροχής θρεπτικών στοιχείων στα φυτά – το υπόστρωμα θα πρέπει να διατηρείται πιο υγρό και να αποφεύγονται οι υψηλές διακυμάνσεις στην περιεχόμενη υγρασία. Συνιστάται να ποτίζεται πιο συχνά και πιθανώς σε χαμηλότερη δόση.
Η μείωση της περιεχόμενης υγρασίας του υποστρώματος κάνει τα φυτά να κινούνται προς την παραγωγική κατεύθυνση με δύο τρόπους.
Από τη μία, όταν το νερό φεύγει μέσω εξάτμισης από το υπόστρωμα ένα μέρος των θρεπτικών στοιχείων παραμένει, αυξάνοντας τη αλατότητα (EC) του υποστρώματος. Εάν παρατηρηθεί έντονη διαφορά από το επιθυμητό επίπεδο, δημιουργείτε στρες στα φυτά. Αυτό θα τα οδηγήσει στο να ξοδέψουν την ενέργειά τους για την επιβίωσή τους, την αναπαραγωγή, την ανάπτυξη των απογόνων τους, δηλαδή στη παραγωγή καρπών. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε να θεωρηθεί καλό, αλλά δυστυχώς σε περίπτωση έντονης ανισορροπίας προς την παραγωγική κατεύθυνση, τα φυτά θα αρκεστούν σε χαμηλότερη παραγωγή για να «φροντίσουν» τους σπόρους (τους απογόνους) τους, γεγονός που οδηγεί σε μείωση του μεγέθους των καρπών καθώς και του συνολικού βάρους της συγκομιδής.
Από την άλλη πλευρά, οι "τρίχες" της ρίζας, οι οποίες συμμετέχουν ενεργά στην πρόσληψη νερού και θρεπτικών συστατικών ως μέρος του ριζικού συστήματος, προσπαθούν πάντα να βρουν τη βέλτιστη αναλογία νερού-αέρα μέσα στο υπόστρωμα (που είναι περίπου 70-30%). Αυτό σημαίνει πως οι ρίζες κινούνται προς αναζήτηση αυτής της αναλογίας νερού-αέρα. Έτσι, σε περίπτωση που η δεδομένη θέση στεγνώσει και η αναλογία του νερού μειώνεται ή η αναλογία αέρα μειώνεται λόγω υπερβολικής άρδευσης, οι ρίζες προχωρούν προς αναζήτηση της βέλτιστης κατάστασης.
Σύμφωνα με την φυσιολογία φυτών, εάν ένα φυτό στερείται επαρκούς ποσότητας ενέργειας, κατευθύνει πρώτα τη διαθέσιμη ενέργειά του στις ρίζες, μετά στους καρπούς και τελικά στο φύλλωμα. Κατά συνέπεια, εάν η κίνηση των ριζών απαιτεί συνεχώς ενέργεια από το φυτό, υπάρχει λιγότερη διαθέσιμη ενέργεια για την ανάπτυξη της καλλιέργειας, γεγονός που οδηγεί σε μικρότερη διαθέσιμη απόδοση.
Σε καλλιέργειες εκτός εδάφους παρουσιάζονται και περαιτέρω προκλήσεις για τους καλλιεργητές, συμπεριλαμβανομένης της μεθόδου άρδευσης που είναι καθοριστικής σημασίας για την επιτυχημένη παραγωγή. Λόγω της διαφοράς της πυκνότητάς τους, της ειδικής τους σύνθεσης, του υλικού και του μεγέθους τους, τα διάφορα υποστρώματα έχουν και διαφορετικές ικανότητες αποθήκευσης νερού. Ακόμη, ποικιλίες με μεγάλο γενετικό δυναμικό δεν είναι σε θέση να παράγουν υψηλότερη απόδοση χωρίς μια κατάλληλη στρατηγική άρδευσης και είναι ακόμη λιγότερο ανεκτικές σε λάθη κατά την διαχείριση τους.
Τα φυτά χρειάζονται υγιές και συνεχώς ανανεώσιμο ριζικό σύστημα, καθώς και επαρκή ποσότητα οξυγόνου στο υπόστρωμα. Επιπλέον, για να φτάσουν στο βέλτιστο επίπεδο ανάπτυξης, χρειάζονται ελεγχόμενη εναλλαγή στην περιεκτικότητα νερού του υποστρώματος σύμφωνα με την ώρα της ημέρας. Η αλλαγή της περιεκτικότητας αυτής πυροδοτεί βλαστικά ή παραγωγικά ερεθίσματα στο φυτό. Για να διατηρηθεί η ισορροπία μέσα στα φυτά, μπορεί να χρειαστούν ακραίες τιμές σε ορισμένες περιπτώσεις κάτι που δεν είναι εφικτό χωρίς ακριβή και αξιόπιστο έλεγχο.
Πότε πρέπει να ξεκινήσουμε το πότισμα;
Όσον αφορά την έναρξη των ποτισμάτων, θα πρέπει να καταλάβουμε πως η ώρα του πρώτου πρωινού ποτίσματος έχει πολύ μεγάλη σημασία. Η επίδραση της άρδευσης στα φυτά καθορίζεται κυρίως από τη διαφορά μεταξύ της υψηλότερης τιμής περιεκτικότητας σε νερό του υποστρώματος κατά το τελευταίο πότισμα της προηγούμενης ημέρας και της τιμής περιεκτικότητας του σε νερό στο πρώτο πότισμα το επόμενο πρωί. Είναι ευρέως αποδεκτό ότι για να διατηρηθεί η ισορροπία του ρυθμού ανάπτυξης, αυτή η διαφορά θα πρέπει να στοχεύει μεταξύ 6% και 12% (οι τιμές μπορεί να διαφέρουν και προς τις δύο κατευθύνσεις ανάλογα με τις γεωγραφικές και κλιματικές συνθήκες, καθώς και με τη στιγμιαία κατάσταση του φυτού).
Ανάλογα με το αν τα φυτά χρειάζονται ώθηση προς την βλαστική ή την παραγωγική κατάσταση, μπορούμε να αποφασίσουμε για την τιμή αυτής της διαφοράς. Εάν στοχεύουμε να ωθήσουμε τα φυτά προς τη βλαστική κατεύθυνση, αυτή η τιμή μπορεί να μειωθεί, προσεγγίζοντας το 6%. Εάν ο στόχος μας είναι να ωθήσουμε τα φυτά προς την παραγωγική κατεύθυνση, η τιμή της διαφοράς αυτής θα πρέπει να είναι υψηλότερη, κοντά στο 12%.
Σε εγκαταστάσεις όπου η θερμοκρασία και η υγρασία δεν μπορούν να ελεγχθούν επακριβώς, μπορεί να παρατηρηθεί σημαντική διακύμανση της θερμοκρασίας ημέρας-νύχτας, κάτι που είναι ιδιαίτερα στρεσογόνο για τα φυτά, ωθώντας τα προς την παραγωγική κατεύθυνση. Επομένως, σε ένα τέτοιο περιβάλλον η διακύμανση μεταξύ των τιμών στόχου θα πρέπει ενδεχομένως να διατηρηθεί σε χαμηλά επίπεδα, μεταξύ 2%-4%. Εδώ, ωστόσο, δίνεται μεγάλη έμφαση στην ακριβή μέτρηση, καθώς η διαχείριση των φυτών μπορεί ήδη να επηρεαστεί από μια διαφορά μόλις 0,5% στην περιεκτικότητα υγρασίας. Σε περίπτωση συννεφιασμένου καιρού, η διαφορά θερμοκρασίας δεν θα είναι τόσο σημαντική. Σε τέτοιες περιπτώσεις, πρέπει να προσεγγιστεί η υψηλότερη τιμή.
Καθώς τα φυτά εκτίθενται σε διαφορετικές περιβαλλοντικές συνθήκες μέρα με τη μέρα, η νυχτερινή πρόσληψη νερού μπορεί επίσης να διαφέρει υπερβολικά, καθιστώντας την έναρξη της άρδευσης με βάση το χρόνο πολύ επικίνδυνη.
Για τέτοιου είδους περιπτώσεις το Trutina διαθέτει την λειτουργία τηλεειδοποιήσεων. Μπορούμε να ορίσουμε την τιμή αυτής της διαφοράς, σε ποσοστό, στο οποίο θέλουμε να ξεκινήσουμε την άρδευση. Έτσι, όταν η περιεκτικότητα σε νερό του υποστρώματος φτάσει ή υπερβεί αυτήν την τιμή, το σύστημα στέλνει μία ειδοποίηση, προσδιορίζοντας την σωστή χρονική στιγμή για την έναρξη της πρώτης μας άρδευσης.
Αφού κάνουμε το πρώτο βήμα ξεκινώντας την πρώτη πρωινή άρδευση, ο επόμενος στόχος μας είναι να φτάσουμε την τιμή της μέγιστης περιεκτικότητας σε νερό της προηγούμενης ημέρας και να διατηρήσουμε την υγρασία του υποστρώματος γύρω από αυτή την τιμή κατά τη διάρκεια της ημέρας, πιθανώς μέχρι το τελευταίο πότισμα της ημέρας. Συνήθως επιλέγεται αυξημένη δόση νερού προκειμένου να επιτευχθεί γρήγορα η ημερήσια μέγιστη περιεκτικότητα σε νερό.
Έχοντας φτάσει στην επιθυμητή μέγιστη τιμή, φτάσαμε στο τρίτο στάδιο της στρατηγικής άρδευσης όπου στοχεύουμε να διατηρήσουμε αυτή τη μέγιστη τιμή με την επιθυμητή διακύμανση 1-3% της περιεκτικότητας σε νερό στο υπόστρωμα μεταξύ των ποτισμάτων χωρίς να ξεχνάμε να λάβουμε υπόψη και την αναγκαιότητα της απορροής.(Οι βέλτιστες τιμές μπορεί να διαφέρουν και προς τις δύο κατευθύνσεις ανάλογα με τις γεωγραφικές και κλιματικές συνθήκες, καθώς και με τη στιγμιαία κατάσταση του φυτού).
Σημαντικό είναι επίσης να αναφερθεί πως η ακατάλληλη επιλογή στη δόση του νερού ή στο χρονικό διάστημα μεταξύ κάθε φάσης ποτίσματος μπορεί να οδηγήσει σε ανεπιθύμητη αύξηση ή μείωση της περιεκτικότητας σε νερό. Προς αποφυγή αυτού, μπορούμε να ορίσουμε μία ειδοποίηση που να σηματοδοτεί τις τιμές εκτός του δεδομένου εύρους, γεγονός που καθιστά δυνατή την αντίδραση μας σε μία τέτοια πιθανή περίπτωση.